επιβήτορας

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

ο (AM ἐπιβήτωρ) επιβαίνω
(για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο
2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία
νεοελλ.
1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γονιμοποίηση τών θηλυκών λόγω της ράτσας του
2. (για άντρα) ειρων. αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων συνήθως επ' αμοιβή
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει κάπου
2. εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά
3. ως επίθ. αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.

Translations

stallion (stud)

Catalan: semental; Chinese Mandarin: 種馬, 种马; Danish: avlshingst; Dutch: dekhengst; Galician: guarán, burraxo, mulateiro, grañón; German: Deckhengst, Zuchthengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler; Ancient Greek: ὀχεῖον; Italian: stallone; Macedonian: пастув; Malay: kuda bibit; Norwegian Bokmål: avlshingst, stohingst; Nynorsk: avlshingst, alshingst, alehingst, stohingst; Portuguese: garanhão; Russian: самец-производитель, жеребец; Spanish: semental; Swedish: hingst, avelshingst

stud

Bulgarian: жребец; Catalan: semental, de llavor, llavorer; Czech: hřebec; Danish: avlshingst, avlstyr; Dutch: dekhengst, fokhengst, fokdier, dekstier, fokstier; Finnish: siitoseläin, siitosori; French: étalon; Galician: guarán, burraxo, contrareo, mulateiro, almallo, castal; German: Deckhengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler, Beschälhengst, Zuchthengst, Gestüthengst, Gestütpferd, Decktier; Greek: επιβήτορας; Ancient Greek: ὀχεῖον; Hungarian: tenyészmén, fedezőmén, csődör, mén; Irish: graíre; Italian: riproduttore, razzatore, stallone; Lithuanian: eržilas; Macedonian: пастув; Malay: pembaka; Portuguese: garanhão; Romanian: armăsar; Russian: производитель, самец-производитель; Spanish: semental, garañón, padrillo; Swedish: hingst, avelshingst; Turkish: damızlık; Volapük: stäilajevod, stäilahijevod, bridöpajevod, bridöpahijevod, stäilajip, stäilahijip; Welsh: gre