επιδέχομαι
From LSJ
Greek Monolingual
(AM ἐπιδέχομαι)
επιτρέπω («η εγχείρηση δεν επιδέχεται αναβολή»)
μσν.
απρόσ. ἐπιδέχεται
φαίνεται
αρχ.
1. δέχομαι επί πλέον («ὡς ἐπεδέκοντο οί Θεσπιέες πολιήτας», Ηρόδ.)
2. δέχομαι κάποιον σπίτι μου ή αλλού, υποδέχομαι
3. αναλαμβάνω να επιχειρήσω κάτι («οὐκ ἂν ἐπιδέξαιντο τὸν πόλεμον πρὶν ἤ...», Πολύβ.)
4. υπομένω, βαστάζω
5. αναμένω, προσδοκώ.