επιδιακρίνω

From LSJ

Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)

Source

Greek Monolingual

ἐπιδιακρίνω (Α)
1. (για διαιτητή, κριτή) κρίνω, αποφασίζω
2. επικυρώνω απόφαση
3. εκτιμώ μετά από προσεκτική μελέτη.