Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επιδόρπιο

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

το (Α ἐπιδόρπιος, -ον και -ος, -α, -ον)
φαγητό και γλυκό που προσφέρονται μετά το κύριο γεύμα
αρχ.
κατάλληλος για χρήση στο τέλος του δείπνου («ἐπιδόρπιον ὕδωρ», «ἐπιδόρπιοι τράπεζαι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δόρπον «απογευματινό φαγητό»].