επιλαγχάνω

From LSJ

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπιλαγχάνω)
νεοελλ.
(η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, -ούσα, -όν
αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών»)
αρχ.-μσν.
κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («το τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε... γῆρας», Σοφ.)
αρχ.
1. κληρώνομαι ως αναπληρωτής κάποιου («οὔτε λαχὼν οὔτ’ ἐπιλαχών», Αισχίν.)
2. παίρνω ως κλήρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λαγχάνω «τυχαίνω»].