επιμάρτυρος

From LSJ

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α)
εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.)
2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνθετο εκ συναρπαγής από την προθετική φράση επί μάρτυρος (κατά το ά-μαρτυρος)].