γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
ἐπισκάπτω (AM) σκάπτω1. αναποδογυρίζω το χώμα για να καλύψω τον σπόρο2. (για φυτά) σκάβω γύρω από τη ρίζα και παραχώνω όσες ρίζες βρίσκονται έξω από το έδαφοςαρχ.σκαλίζω την επιφάνεια του εδάφους.