επιστασία

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιστασία
Α και ἐπιστασίη) επιστάτης
1. επίβλεψη, επιτήρηση
2. φροντίδα, επιμέλεια
μσν.- νεοελλ.
φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῦ ‘Αγίου Ὄρους» — το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα της μοναχικής πολιτείας του Ἁγίου Όρους
νεοελλ.
υπηρεσία από αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες η οποία ασχολείται με την κανονική εξυπηρέτηση και λειτουργία ορισμένου τμήματος του σκάφους του πολεμικού ναυτικού
αρχ.
1. αναγνώριση, διάγνωση
2. εξουσία, διοίκηση («τὰς πόλεις ἠλευθέρου τῆς τῶν Καρχηδονίων ἐπιστασίας», Διόδ. Σικ.)
3. επίθεση.