επιστρώνω

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

(Μ ἐπιστρώνω
Α ἐπιστρώννυμι και ἐπιστρωννύω) στρώνω
1. στρώνω, απλώνω κάτι επάνω σε κάτι άλλο ή σε μια επιφάνεια
2. σαμαρώνω.