επιχειλής

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

ἐπιχειλής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται πάνω ή κοντά στα χείλη
2. ο γεμάτος σχεδόν ώς τα χείλη
3. γεμάτος ως τα χείλη, ξέχειλος
4. αυτός που τα χείλη του είναι στραμμένα προς τα μέσα όπως τών γέρων («τὴν ῥῖνα ἐπικαμπής, τὸ στόμα ἐπιχειλής» — με κάμπουρωτή μύτη, με χείλη τραβηγμένα προς τα μέσα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -χειλής (< χείλος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. λεπτοχειλής, αμβλυχειλής)].