Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερετμώ

From LSJ
Menander, fragment 761

Greek Monolingual

ἐρετμῶ, -όω (Α) ερετμόν
1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῖρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)
2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)
3. φρ. α) «χεῖρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώ
β) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.