δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
εὐέλαιος, -ον (Α)γεμάτος ελαιόδενδρα, αυτός που παράγει άφθονο και καλό λάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -έλαιος (< ελαία), πρβλ. ανέλαιος, καλλιέλαιος. Διαφέρει το έλαιος «αγριελιά»].