ευαφής

From LSJ

οὐκ ἔστ' ἀλώπηξ ἡ μὲν εἴρων τῇ φύσει ἡ δ' αὐθέκαστος → foxes are not one of a treacherous nature and the other straightforward, the nature of foxes is not for one to be treacherous and the other straightforward

Source

Greek Monolingual

εὐαφής, -ές (ΑΜ)
1. (για φυτά έτοιμα να εκβλαστήσουν) ο απαλός στην αφή, ο μαλακός («ἔνικμον γὰρ δεῖ καὶ εὐαφές εἶναι (τὸ φυτὸν) πρὸς τὴν διαβλάστησιν», Θεόφρ.)
2. (για δοθιήνες ή όγκους) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. ευαίσθητος («εὐαφὴς νοῦς», Πλούτ.)
4. (με ενεργ. σημ.) αυτός που παρέχει μαλακό, απαλό άγγιγμα, που εγγίζει ελαφράεὐαφής ἀνήρ», Αρετ.)
5. εύκολος, φυσικός, αβίαστος («εὐαφὴς μετάβασις», Λουκιαν.).
επίρρ...
εὐαφῶς, ιων. τ. εὐαφέως
α) απαλά, μαλακά, ελαφρά
β) σαφώς, ευνοήτως («δεικνύναι εὐαφῶς», Μάρκ. Αυρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αφής (< αφή), πρβλ. συναφής].