εφελίσσω

From LSJ

νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her

Source

Greek Monolingual

ἐφελίσσω (Α) (μόνο στον τ. επε(ι)λίσσω)
1. περιτυλίγω
2. μέσ. ἐφελίσσομαι
σύρομαι, στριφογυρίζω πίσω από κάποιον
3. παθ. τυλίγομαι, περιτυλίγομαι («ἐπείλικτο ὥσπερ τὰ βιβλία», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑλίσσω.