εύαιμος
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔαιμος, -ον)
νεοελλ.
(για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση του αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος
αρχ.
αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αιμος (< αίμα), πρβλ. άναιμος, ολιγόαιμος].