εἰδότως

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰδότως Medium diacritics: εἰδότως Low diacritics: ειδότως Capitals: ΕΙΔΟΤΩΣ
Transliteration A: eidótōs Transliteration B: eidotōs Transliteration C: eidotos Beta Code: ei)do/tws

English (LSJ)

Adv. of εἰδώς, knowingly, Aeschin.1.111; as one who knows, scientifically, Arist.Ph.188a5.

Spanish (DGE)

adv. sobre εἰδώς con conocimiento εἰ. καὶ σαφῶς Aeschin.1.111, op. ἀνεπιστάτως M.Ant.6.42, cf. Poll.5.144
científicamente οὐκ εἰ. μὲν λέγεται, ὀρθῶς δὲ λέγεται Arist.Ph.188a5.

German (Pape)

[Seite 724] kundig, geschickt; Aesch. 1, 111; Arist. phys. ausc. 1, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
sciemment, avec connaissance.
Étymologie: εἰδώς.

Russian (Dvoretsky)

εἰδότως:
1 со знанием дела (διεξιέναι περὶ τοῦ πράγματος Aeschin.);
2 сознательно (οὐ εἰ. μὲν λέγεσθαι, ὀρθῶς δέ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰδότως: ἐπίρρ. τοῦ εἰδώς, ἐν γνώσει, ἐκ προνοίας, Αἰσχίν. 15. 40, Ἀριστ. Φυσ. 1, 4, 12.

Greek Monolingual

(AM εἰδότως) επίρρ.
με τέλεια γνώση, επιστημονικά.

Greek Monotonic

εἰδότως: επίρρ. του εἰδώς, εν γνώσει, με επίγνωση, σε Αισχίν.

Middle Liddell

[adverb of εἰδώς,]
knowingly, Aeschin.