εἰλήλουθα
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
εἰληλούθειν, εἰλήλουθμεν, v. ἔρχομαι.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. sync. εἰλήλουθμεν;
pf. épq. de ἔρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰλήλουθα: и ἐλήλουθα эп. pf. к ἔρχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλήλουθα: εἰληλούθιεν, εἰλήλουθμεν, ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρχομαι.
English (Autenrieth)
see ἔρχομαι.
Greek Monotonic
εἰλήλουθα: εἰληλούθειν, Επικ. αντί ἐλήλῠθα, -ύθειν, παρακ. και υπερσ. του ἔρχομαι· αʹ πληθ. Επικ. παρακ. εἰλήλουθμεν.