εἰσπίτνω
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
poet. form of εἰσπίπτω, E.Tr.751.
German (Pape)
[Seite 745] dasselbe, Eur. Tr. 746, besser εἰσπιτνών als aor.
Russian (Dvoretsky)
εἰσπίτνω: припадать, прильнуть (πτέρυγάς τινος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος τοῦ εἰσπίπτω, (ἴδε πίτνω), πτέρυγας εἰσπίτνων ἐμὰς Εὐρ. Τρῳ. 751.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
εἰσπίτνω: ποιητ. τύπος του εἰσ-πίπτω (βλ. πίτνω), σε Ευρ.
Lexicon Thucydideum
incidere, to encounter, fall in with, 1.106.1, 1.131.2, 2.4.5, 3.98.1, 3.112.6,
irruere, invehi, to rush in, burst in, 2.22.1, 2.25.2, 4.68.5, 4.112.2, 4.130.6, 5.72.3, 7.29.4, 7.84.3,
de aqua, concerning water 4.24.5 (de freto Siculo concerning the Sicilian strait), 5.65.4.