εὐδιήγητος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
εὐδιήγητον, easy to tell, Isoc.19.28, Procop.Aed.4.1, etc.
German (Pape)
[Seite 1062] gut zu erzählen, Isocr. 19, 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à raconter.
Étymologie: εὖ, διηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιήγητος: легко излагаемый: οὐκ εὐδιήγητά ἐστιν Isocr. это с трудом поддается описанию.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιήγητος: -ον, εὐκολοδιήγητος, Ἰσοκρ. 389 Ε.
Greek Monolingual
εὐδιήγητος, -ον (Α)
αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να διηγηθεί, να εκθέσει εύκολα.