εὐκαρπία
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, fruitfulness, IG12.76.45, Arist.Fr.252, Thphr. CP2.1.2; cf. εὐκάρπεια.
German (Pape)
[Seite 1073] ἡ, Reichtum an Früchten, Fruchtbarkeit, Theophr. u. Folgde. S. ε ὐκάρπεια.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαρπία: ἡ Arst., Plut. = εὐκάρπεια.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρποῦ, καρποφορία, Ἀριστ. Ἀποσπ. 240, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2: - εὐκάρπεια, ἐν Εὐρ. Τρῳ. 217, κατὰ τὸν Burges.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐκαρπία) εύκαρπος
η παραγωγή άφθονων καρπών, η ευφορία («πρὸς εὐβλαστίαν καὶ εὐκαρπίαν», Θεόφρ.)
αρχ.
καλή σοδειά.