εὐμολπέω
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
sing well, h.Merc.478.
German (Pape)
[Seite 1081] schön singen, H. h. Merc. 478.
French (Bailly abrégé)
εὐμολπῶ :
chanter bien.
Étymologie: εὔμολπος.
Greek Monotonic
εὐμολπέω: τραγουδώ καλά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐμολπέω: хорошо петь HH.