ζίζυφος

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζίζῠφος: ἡ, δένδρον ἡ «ζιζυφιά», Λατ. rhamnus jujuba Linn., Ἰταλ. Giuggiola, Γαλλ. gingeolier. - ζίζυφον, τό, ὁ καρπός, Γαλην. 6. 357, Ὀρειβ. 1. 211, Γεωπ. 10. 3, 4.

Greek Monolingual

και ζιζυφιά και τζιτζυφιά, η ζίζυφο
βοτ. γένος φυτών της οικογένειας τών ραμνοειδών, του οποίου καρπός είναι το τζίτζυφο.