ζηλόφθονος

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

και ζηλόφτονος, -η, -ο
ζηλιάρης, φθονερός, ζηλότυπος.
επίρρ...
ζηλοφθόνως και ζηλόφθονα
με ζηλοφθονία, φθονερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζήλος + φθόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Στέφανο Ξένο στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].