ζυγιάζω

From LSJ

λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble

Source

Greek Monolingual

ζυγιάζω)
1. ζυγίζω, σταθμίζω
2. μτφ. κρίνω, συγκρίνω, εκτιμώ συγκρίνοντας («την ξενιτιά, την αρφανιά, την πίκρα, την αγάπη, τα τέσσερα τά ζύγιασαν, βαρύτερά ειν' τα ξένα», δημ. τραγ.)
3. μέσ. ζυγιάζομαι και ζυγιέμαι
α) ισορροπώ, αιωρούμαι, μένω μετέωρος στον αέρα, ιδίως για αρπακτικά πτηνά
β) ταλαντεύομαι προσπαθώντας να ισορροπήσω, ιδίως για πτηνά, σχοινοβάτες, μικρά πλοία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζύγι(ν) + παραγ. κατάλ. -ιάζω ή < ζυγίζω κατά τα ρήματα σε -ιάζω].