ζῶσμα

From LSJ

νῦν δ' ἐχθρὰ πάντα, καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα (Euripides' Medea 16) → but now their love is all turned to hate, and endearment withers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζῶσμα Medium diacritics: ζῶσμα Low diacritics: ζώσμα Capitals: ΖΩΣΜΑ
Transliteration A: zō̂sma Transliteration B: zōsma Transliteration C: zosma Beta Code: zw=sma

English (LSJ)

v. ζῶμα. ζώστειον, v. ζήτρειον.

German (Pape)

[Seite 1145] τό, Sp. = ζῶμα, von den Atticisten als hellenistisch bezeichnet.

Greek (Liddell-Scott)

ζῶσμα: ἴδε ἐν λ. ζῶμα.

Greek Monolingual

το (AM ζῶσμα) ζώννυμι
νεοελλ.-μσν.
1. ζώνη, ζωστήρας.
2. ζώσιμο
μσν.
1. ζώνη
2. η μέση
3. προστασία
αρχ.
το ζώμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζῶσμα -ατος, τό Ion. voor ζῶμα.