ηθογραφία
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
η ηθογράφος
1. η περιγραφή τών ηθών και εθίμων ενός λαού ή ενός τόπου
2. (για τις καλές τέχνες) η πιστή και λεπτομερής περιγραφή ηθών, εθίμων και χαρακτήρων ατόμων ή η απεικόνιση και αναπαράσταση σκηνών της καθημερινής ζωής ενός ατόμου ή λαού ή μιας κοινωνίας σε ορισμένο τόπο και εποχή.