ηλουργός

From LSJ

τίκτει τοι κόρος ὕβριν, ὅταν κακῷ ὄλβος ἕπηται ἀνθρώπῳ καὶ ὅτῳ μὴ νόος ἄρτιος ᾖ → satiety engenders hybris when great prosperity attends on a base man or one whose mind is not set up right

Source

Greek Monolingual

ἡλουργός, ὁ (Μ)
ο κατασκευαστής καρφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + -ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλουργός, οπλουργός].