ημιβραχής

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ἡμιβραχής και ἡμιβρεχής –ὲς (Α)
1. μισοβρεγμένος, μισομουσκεμένος («ἡμιβραχὴς γῆ», θεόφρ.)
2. διάβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -βραχής (< βρέχω), πρβλ. θαλασσοβραχής, μυροβραχής].