θαλασσοδέρνω
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
1. αγωνίζομαι στη θάλασσα, πλήττομαι από τα θαλάσσια κύματα («το πλοίο θαλασσοδέρνει», «η βάρκα θαλασσοδέρνεται»)
2. αντιμετωπίζω αντίξοες περιστάσεις στη ζωή μου, υφίσταμαι δεινά
3. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ. και ως ουσ.) θαλασσοδαρμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει κινδυνεύσει στη θάλασσα
β) αυτός που έχει υποστεί πολλά δεινά στη ζωή του, ο θαλασσόδαρτος.