θηκιάζω

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

θήκη
τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιοθηκιάζω τα ρούχα»).