θηοῖο
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
Ep. for θεῷο, 2sg. pres. opt. o† θηέομαι.
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. prés. opt. de θηέομαι.
Russian (Dvoretsky)
θηοῖο: эп. 2 л. sing. praes. opt. к θηέομαι (см. θεάομαι).
Greek (Liddell-Scott)
θηοῖο: Ἐπικ. ἀντὶ θεῷο, β΄ ἑνικ. εὐκτ. ἐνεστ. τοῦ θηέομαι.
English (Autenrieth)
see θηέομαι.
Greek Monotonic
θηοῖο: Επικ. αντί θεῷο, βʹ ενικ. ευκτ. ενεστ. του θηέομαι.