Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Full diacritics: θηραρχία | Medium diacritics: θηραρχία | Low diacritics: θηραρχία | Capitals: ΘΗΡΑΡΧΙΑ |
Transliteration A: thērarchía | Transliteration B: thērarchia | Transliteration C: thirarchia | Beta Code: qhrarxi/a |
v. θήραρχος.
θηραρχία, ἡ (Α) θήραρχος
1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο
2. το αξίωμα του θηράρχου.