θηριομιγής
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
θηριομιγές, half man half beast, as Scylla, Tz.ad Lyc.45.
German (Pape)
[Seite 1209] ές, mit einer Tiergestalt (vermischt), Tzetz. ad Lyc. 45.
Greek (Liddell-Scott)
θηριομῐγής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ ἄνθρωπος καὶ κατὰ τὸ ἥμισυ θηρίον, οἷον ἡ Σκύλλα, Τζέτζ. Λυκόφρ. 45.
Greek Monolingual
θηριομιγής, -ές (Μ)
ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το άλλο ήμισυ θηρίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μιγής (< μείγνυ-μι), πρβλ. αμιγής, παμμιγής.