θηρόχλαινος
From LSJ
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
θηρόχλαινον, clad in the skins of beasts, Lyc.871.
German (Pape)
[Seite 1210] in Tierfelle gekleidet, Lycophr. 891.
Greek (Liddell-Scott)
θηρόχλαινος: -ον, ἐνδεδυμένος δέρματα θηρίων, Λυκόφρ. 871.
Greek Monolingual
θηρόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα θηρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. λεοντόχλαινος, μελάγχλαινος].