θλασμός

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

θλασμός, ὁ (Α) θλω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του θλω, το θλάσμα, η θλάση.