θνῆσις
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
-εως, ἡ, mortality, in a plague, Ruf.Fr.69; πολλὴ θ. γέγονε Stud.Pal.22.338 (i A.D.); νηπίων Cat.Cod.Astr.7.126.
German (Pape)
[Seite 1212] ἡ, das Sterben, erst sehr Sp.
Greek Monolingual
θνῆσις, ἡ (ΑΜ, Μ και θνήση) θνῄσκω
θάνατος, θανατικό προερχόμενο κυρίως από λοιμό
μσν.
σφαγή, καταστροφή, αφανισμός.