κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
η θολός
1. θολότητα, θολούρα, έλλειψη διαύγειας ή διαφάνειας, απουσία λαμπρότητας ή καθαρότητας
2. μτφ. (για πρόσ.) ζάλη, σκοτούρα, θαμπωμάρα, θάμπωμα.