θρίον
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Spanish
Greek Monolingual
θρῖον, τὸ (Α)
1. φύλλο συκιάς
2. τα φυλλοειδή ημιμόρια του εγκεφάλου
3. είδος φαγητού με αβγά, γάλα, λίπος, σιμιγδάλι, μέλι και τυρί, τυλιγμένα σε φύλλο συκιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ., πιθ. μεσογειακής προέλευσης. Συνδέεται ίσως με τη γλώσσα του Ησυχίου θρινία
άμπελος εν Κρήτη.
Léxico de magia
τό hoja de higuera θυσάμενος ἄλευρα καὶ ὥριμα συκάμινα καὶ σήσαμον ἀδιάχυτον καὶ θ. ἄπυρον después de ofrecer harina de trigo, moras maduras, sésamo sin ablandar y una hoja de higuera que no haya tocado el fuego P III 613