θριγκώ
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
Greek Monolingual
θριγκῶ, -όω (Α) θριγκός
1. τοποθετώ θριγκό σε οικοδόμημα
2. συμπληρώνω, ολοκληρώνω.