θυρώ

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

θυρῶ, -όω (Α) θύρα
1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά
2. παθ. θυροῦμαι, -όομαι
α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.)
β) έχω ως θύρες («πολλαῖς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.)
γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν στέγη και πόρτες, πάπ.).