θύτης
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
θύτου, ὁ, sacrificer or diviner, SIG589.18 (Magn. Mae., ii B. C.), D.S.17.17, Onos.10.25, Arr.Epict.1.17.18, IG14.617.6 (Rhegium), App.Hisp.85, Hdn.4.12.3: Thess. θύτας IG9(2).1234 (Phalanna).
German (Pape)
[Seite 1228] ὁ, = θυτήρ, Sp., wie Hdn. 4, 12, 6 App. Hisp. 85.
Greek (Liddell-Scott)
θύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ θυσιάζων, ὁ θυσιαστής, Ἀππ. Ἰβηρ. 85, Ἡρῳδιαν. 4. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 5763· Δωρ. θύτας, αὐτόθι 1766.
Greek Monolingual
ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)]
νεοελλ.
1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής
2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής
νεοελλ.-μσν.
ο ιερέας που προσφέρει τη θυσία
αρχ.
θυσιαστής ή μάντης.