ιλύς
From LSJ
καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰλύς, -ύος)
1. λάσπη τών θαλασσών, τών ποταμών και τών λιμνών
2. κατακάθι, καθίζημα
αρχ.
ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σχηματισμένη κατά το αχλύς «νέφος, καταχνιά», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ilu- «λάσπη-μαύρος» και αντιστοιχεί ακριβώς στο ρωσ. ilŭ, γεν. ila «λάσπη», λετονικό īls «πολύ σκοτεινός».
ΠΑΡ. ιλυώδης
αρχ.
ίλυμα, ιλυόεις.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. ιλυοδόχη, ιλυόλουτρο].