Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ἰξίον, τὸ (ΑΜ)μσν.υποκορ. του ιξόςαρχ.το φύλλο του φυτού χαμαιλέων ο λευκός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξία. Με τη μσν. σημασία < ἰξός + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. βιβλίον, παιδίον)].