ισότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσότης) ίσος
1. η σχέση μεταξύ δύο ή περισσότερων ίσων πραγμάτων ή εννοιών, η έλλειψη διαφοράς μεταξύ τους
(«ισότητα κληρονομικών δικαιωμάτων»
2. δικαιοσύνη, αμεροληψία
νεοελλ.
φρ. α) «κοινωνική ισότητα» — η εξομοίωση τών κοινωνικών τάξεων ως προς τα δικαιώματα και τα καθήκοντά τους
β) «πολιτική ισότητα» — η εξομοίωση ως προς τα πολιτικά δικαιώματα
γ) «ισότητα τών δύο φύλων» — ισοτιμία της γυναίκας προς τον άνδρα
μσν.
1. ισιάδα, ευθύτητα
2. νόμος
3. ισοτιμία
αρχ.
(για τη γη) ομοιότητα, ομοιομορφία.