τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
Full diacritics: κάνυστρον | Medium diacritics: κάνυστρον | Low diacritics: κάνυστρον | Capitals: ΚΑΝΥΣΤΡΟΝ |
Transliteration A: kánystron | Transliteration B: kanystron | Transliteration C: kanystron | Beta Code: ka/nustron |
τό, v. κάναστρον.
[Seite 1321] τό, = κάνιστρον, Poll. 10, 86.
κάνυστρον: τὸ, ἰδὲ κάναστρον.
κάνυστρον, τὸ (Α)
κάναστρον, κάνιστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάνεον «είδος καλαθιού» + κατάλ. -υστρον (πρβλ. ήνυστρον)].