κάρανον
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
τό, v. κάρηνον.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, dor. = κάρηνον.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κάρηνον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρανον zie κάρηνον.
Russian (Dvoretsky)
κάρᾱνον: τό дор. Aesch. = κάρηνον.
Greek Monolingual
κάρανον, τὸ (Α) κάρα
δωρ. τ. του κάρηνον.
Greek Monotonic
κάρᾱνον: τό, βλ. κάρηνον.
Greek (Liddell-Scott)
κάρᾱνον: τό, ἴδε κάρηνον.
Middle Liddell
κάρᾱνον, ου, τό, [v. κάρηνον.]