κάρηαρ

From LSJ

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρηαρ Medium diacritics: κάρηαρ Low diacritics: κάρηαρ Capitals: ΚΑΡΗΑΡ
Transliteration A: kárēar Transliteration B: karēar Transliteration C: kariar Beta Code: ka/rhar

English (LSJ)

v. κάρα¹.

German (Pape)

[Seite 1327] als nom. zu καρήατος angenommen, nach B. A. 1386 bei Antimach., s. κάρα.)

French (Bailly abrégé)

καρήατος (τὸ) ; dat. καρήατι, pl. καρήατα;
v. κάρα.

Greek Monolingual

κάρηαρ, τὸ (Α)
(υποθ. τ. ονομαστικής τών επικ. τ. καρήατος -ήατι, -ήατα) κεφαλή.

Greek Monotonic

κάρηαρ: υποθ. ονομ. των Επικ. τύπων καρήατος, -ήατι, -ήατα, βλ. κάρα.