κέκραγα

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

French (Bailly abrégé)

v. κράζω.

Greek Monotonic

κέκρᾱγα: παρακ. του κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κέκρᾱγα: pf. к κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέκραγα perf. act. van κράζω.