κέρασος
German (Pape)
[Seite 1422] ὁ, später auch ἡ, nach Arcad. p. 76, 22 κερασός zu schreiben, Kirschbaum; vgl. cornus; Ath. II, 50 aus Theophr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cerisier arbre.
Étymologie: DELG pê emprunté à une langue du Pont.
Russian (Dvoretsky)
κέρασος: ὁ вишневое дерево Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κέρᾱσος: (καὶ κατὰ παράδοσιν ἐκ τοῦ Ἡρῳδιαν. κερασός, Ἀρκάδ. 76. 22), ὁ, μεταγεν. ἡ, ἡ «κερασιά», Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 13, 1. (Τὸ κερασὸς ἔχει πρὸς τὸ κέρας ἣν σχέσιν τὸ cornus πρὸς τὸ cornu.) ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 556.
Greek Monolingual
η (ΑΜ κέρασος, ὁ, Α και κερασός, ὁ)
το οπωροφόρο δέντρο κερασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει το ληκτικό μόρφημα -σος που είναι χαρακτηριστικό δάνειων λ. (πρβλ. θίασος, κάρπασος). Θα πρέπει να αποτελεί παλαιότατο δάνειο (πιθ. από την περιοχή του Εύξεινου Πόντου, απ' όπου πιστεύεται ότι η κερασιά μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, πρβλ. και την ονομ. της πόλεως Κερασούς) αν το μυκηναϊκό ανθρωπωνύμιο Keraso (Κερασώ) όντως συνδέεται μαζί της. Από την Ελληνική δανείστηκαν τη λ. η Αρμενιακή (keras) και η Λατινική (cerasus)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. (f.)
Meaning: bird-cherry, Prunus avium (Xenoph., Thphr.).
Other forms: κερασός acc. Hdn. Gr. 1, 209.
Dialectal forms: Myc. keraso /κερασώ/, Heubeck, Kadmos 4, 956, 138-145; Chantr., Atti primo congr. Micenol. 1, 575.
Derivatives: κερασία, -έα id. (Gp.; cf. κερατία, -έα s. κέρας), κεράσιον fruit of the κ. (hell.), *κεράσινος in Lat. cerasinus cherry-coloured, n. κεράσινον cherry-coloured paint (PHolm.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending as in the foreign θίασος, κάρπασος (s. vv.). As the improved cherry came from the Pontos-area (whence Κερασοῦς town on the Pontos, "the rich in cherries"), the name too will be Anatolian. Origin further unknown, after Bq (doubting) Thraco-Phrygian (doubts in Kretschmer Glotta 5, 309); G. Neumann, Untersuch. 101, Hester, Lingua 13, 1965, 356. One adduces also Assyr. karšu. Cf. on κράνον. - From Gr. κέρασος, -ία, κεράσιον came on the one hand Asiatic names of the cherry-tree and the cherry as Arm. keras, Kurd. ghilas, on the other hand Lat. cerasus, -ium, Vulg. Lat. *cerasia, *ceresia, -ea; from Latin again the Rom. and Germ. forms as Fr. cerise, OHG chirsa > Kirsche. - See W.-Hofmann s. cerasus. Cf. Olck, RE 11, 509f. The form with intervoc. σ must be Anatolian or Pre-Greek.
Frisk Etymology German
κέρασος: {kérasos}
Forms: (κερασός nach Hdn. Gr. 1, 209)
Grammar: m. (f.)
Meaning: Süßkirschbaum, Prunus avium (Xenoph., Thphr. usw.).
Derivative: Davon κερασία, -έα ib. (Gp.; vgl. κερατία, -έα s. κέρας), κεράσιον Süßkirsche (hell. u. spät), *κεράσινος in lat. cerasinus kirschfarbig, n. κεράσινον kirschroter Farbstoff (PHolm.).
Etymology : Ausgang wie die fremden θίασος, κάρπασος (s. dd.). Da der veredelte Süßkirschbaum aus dem Pontosgebiet stammt (daher Κερασοῦς Stadt am Pontos, "die Kirschreiche"), ist gewiß auch der Name kleinasiatisch. Herkunft sonst unbekannt, nach Bq (zögernd) thrakisch-phrygisch (Bedenken bei Kretschmer Glotta 5, 309); vgl. zu κράνον. — Aus gr. κέρασος, -ία, κεράσιον stammen einerseits asiatische Benennungen des Kirschbaumes und der Kirsche wie arm. keṙas, kurd. ghilas, anderseits lat. cerasus, -ium, vulgärlat. *cerasia, *ceresia, -ea; aus dem Latein wiederum die rom. und germ. Formen wie frz. cerise, ahd. chirsa > Kirsche. — Lit. bei W.-Hofmann s. cerasus.
Page 1,827-828