καθαιματόω
Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch
English (LSJ)
= καθαιμάσσω (make bloody, sprinkle, stain with blood), E. Hel. 1599, HF 234, 256, Ph. 1161, Ar. Th. 695 ; — Pass., Luc. Ind. 9.
German (Pape)
[Seite 1279] dasselbe; βωμόν Ar. Th. 695; Eur. γένυν καθῃμάτωσεν Phoen. 1167; Hel. 1615; in sp. Prosa, τὰ σκέλη καθῃματωμένος Luc. adv. ind. 9.
French (Bailly abrégé)
καθαιματῶ :
ao. καθῃμάτωσα;
ensanglanter.
Étymologie: κατά, αἱματόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-αιματόω met bloed bevlekken.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαιμᾰτόω: (aor. καθῃμάτωσα)
1 обагрять кровью (βωμόν Arph.);
2 ранить до крови, разбивать (κρᾶτα πολεμίων ξένων Eur.; τὰ σκέλη Luc.).
Greek Monotonic
καθαιμᾰτόω: = το προηγ., σε Ευρ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
καθαιμᾰτόω: τῷ προηγ., «καταματώνω», Εὐρ. Ἑλ. 1599, Ἡρ. Μαιν. 234, 256, Φοίν. 1161, Ἀριστοφ. Θεσμ. 695.
Middle Liddell
= καθαιμάσσω, Eur., Ar.]